Η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος στα παιδιά είναι μια πολύ κοινή ασθένεια, η οποία πλήττει κυρίως τα κορίτσια, λόγω της φυσικής δομής τους (η εγγύτητα των γεννητικών οργάνων στην περιοχή του πρωκτού ευνοεί το πέρασμα των βακτηρίων από τα κόπρανα). Επί του παρόντος, επηρεάζει περίπου το 7,5% των παιδιών, εκ των οποίων ένα στα 15 την έχει ήδη βιώσει τουλάχιστον μία φορά κατά την βρεφική ηλικία. Δεν είναι όμως πάντοτε αμέσως αναγνωρίσιμη, διότι συχνά τα συμπτώματά της μπορεί να είναι μάλλον αρκετά γενικά - όπως, για παράδειγμα, αυτά που συμβαίνουν σε μια γριππώδη συνδρομή – και να κάνουν πιο δύσκολη τη διάγνωση.
Η πρώτη ένδειξη προέρχεται από την ιδιαίτερα άσχημη οσμή των ούρων (στην πραγματικότητα τα ούρα θα πρέπει να είναι διαυγή και άοσμα). Είναι πιθανό επίσης να παρατηρηθεί μια αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού, που μπορεί να είναι νευρικό ή / και να κλαίει χωρίς προφανή αιτιολογία λόγω καύσου κατά την ούρηση.
Η λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος σε παιδιά μπορεί να είναι δύο τύπων, ανάλογα με το τμήμα της ουροποιητικής οδού που εμπλέκεται. Η διαταραχή εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό αυτή να αναγνωρίζεται και να αντιμετωπίζεται έγκαιρα στα παιδιά, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής για να αποτραπούν βλάβες στα
νεφρά.
Το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα
Στο 80% των περιπτώσεων ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το κολοβακτηρίδιο Escherichia coli, ακολουθούμενο σε συχνότητα από τον πρωτέα, την κλεμπσιέλλα, τον στρεπτόκοκκο, την ψευδομονάδα και τον σταφυλόκοκκο.
Στα νεογνά και τα μικρά παιδιά τα πιο κοινά συμπτώματα είναι:
- πυρετός που δεν συνδέεται με άλλα συμπτώματα
- μειωμένη αύξηση του σωματικού βάρους
- έμετος
- διάρροια
- κοιλιακό άλγος
- υπνηλία
Στα μεγαλύτερα παιδιά αντιθέτως μπορεί να παρουσιαστούν:
- καύσος κατά την ούρηση
- συχνοουρία
- ακράτεια ημερήσια (συχνά όμως και τη νύχτα).
Το ανώτερο ουροποιητικό σύστημα
Στην περίπτωση αυτή η λοίμωξη εμφανίζεται συνήθως με:
- υψηλό πυρετό (μερικές φορές συνοδεύεται από ρίγη)
- κοιλιακό ή οσφυϊκό άλγος
- συχνό επιτακτικό ερέθισμα ούρησης
- πόνο ή καύσο κατά την ούρηση,
- άσχημη οσμή ή/και θολερότητα ούρων
Οι καταστάσεις που σχετίζονται συχνότερα είναι οι αποφράξεις του ουροποιητικού συστήματος και η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση (δηλαδή η ανάβαση των ούρων από την ουροδόχο κύστη στους ουρητήρες, έως να φθάσουν και στα νεφρά). Είναι σημαντικό να παρέμβουμε το συντομότερο δυνατό: μόνο αν αντιμετωπιστεί άμεσα (μέσα σε 48-72 ώρες από την έναρξη της λοίμωξης), μπορεί να αποφευχθεί η πρόκληση βλάβης στα νεφρά.
Χρήσιμες εξετάσεις
Το βασικό εργαλείο για την ανίχνευση ουρολοίμωξης στα παιδιά παραμένει η καλλιέργεια ούρων, ένα εργαστηριακό τεστ σε ένα αποστειρωμένο δείγμα ούρων. Η παρουσία των μικροβίων δημιουργεί την ανάπτυξη των βακτηριακών αποικιών μετά από μερικές ημέρες. Θεωρείται θετικό, και επομένως υποδηλώνεται ισχυρή πιθανότητα λοίμωξης με έναν αριθμό πάνω από 50 χιλιάδες
βακτήρια ανά χιλιοστόλιτρο.
Από τη γενική ούρων μπορούμε να λάβουμε επίσης αρκετά στοιχεία για τη διάγνωση της ουρολοίμωξης (πυουρία, αυξημένα νιτρικά ή/και λευκοκυτταρική εστεράση κλπ), αυτά όμως θεωρούνται ενδεικτικά κι όχι αποδεικτικά ουρολοίμωξης γι'αυτό πρέπει να έχει θέση
συμπληρώματος κι όχι υποκατάστατου της ουροκαλλιέργειας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζονται όλα τα παιδιά από την πρώτη ουρολοίμωξη μια πλήρη απεικονιστική αξιολόγηση (υπέρηχος, κυστεοουρηθογραφία, σπινθηρογράφημα). Τα κριτήρια επιλογής για απεικόνιση πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον τύπο της λοίμωξης, τον αριθμό των προηγούμενων επεισοδίων, την ηλικία, το φύλο του ασθενούς και των συναφών συμπτωμάτων.
Θεραπεία
Είναι θεραπεύσιμες με αντιβιοτικά, τα οποία επιλέγονται ανάλογα με τη φύση του βακτηρίου και την ηλικία του παιδιού, και λαμβάνονται για 7-14 ημέρες. Η αγωγή μπορεί να είναι από του στόματος, εκτός κάποιων περιπτώσεων (βρέφη < 3 μηνών, πολύ υψηλός πυρετός, επαναλαμβανόμενοι έμετοι, σοβαρή αφυδάτωση, επηρεασμένη γενική κατάσταση κλπ.) όπου είναι αναγκαίο να ληφθεί ενδοφλέβια αγωγή τουλάχιστον για 48 ώρες και αναλόγως της περίπτωσης να συνεχισθεί με χορήγηση αντιβιοτικού από το στόμα.
Μερικές φορές μπορεί να συνεχιστεί αντιβακτηριακή προφύλαξη (χημειοπροφύλαξη) σε νεαρούς ασθενείς ηλικίας κάτω των πέντε ετών που έχουν αυξημένη πιθανότητα υποτροπών ουρολοίμωξης.
Γιώργος Κανιούρας
Παιδίατρος